Το σπίτι της καραντίνας, προπύργιο επανεκκίνησης
«Κανείς δεν καταλαβαίνει ένα βαθυστόχαστο βιβλίο εάν δεν έχει δει και δεν έχει ζήσει τουλάχιστον ένα μέρος από το περιεχόμενό του». Το είπε ο Ezra Pound και εφόσον η παρατήρηση αυτή αληθεύει, το μυθιστόρημα «Καρμπόν», όχι μόνο αναβιώνει εμπειρίες καραντίνας στον αναγνώστη, αλλά ίσως δείχνει και μια διέξοδο.
Το Καρμπόν είναι μία εμπειρία μοναξιάς και εμμονής, όπως και η καραντίνα. Είναι γραμμένο με όχημα την υπερβολή, το χιούμορ αλλά και την αλληγορία, συστατικά που βρίθουν στην Ελλάδα του σήμερα. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, Άρης Κοντός, έχει ορκιστεί να αποδείξει πως υπάρχει μεγάλη ζωή εντός μοναχικών διαμερισμάτων. Έχει βαλθεί να γίνει ο πρώτος σούπες ήρωας τεσσάρων τοίχων. Σας θυμίζει κάτι;
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο Άρης είναι «ντόπιος» στην κοινωνική απομόνωση. Έχει γεννηθεί, όπως εξομολογείται, χωρίς κανένα γονίδιο κοινωνικότητας. Ως παιδί άργησε να μιλήσει κι ακόμα όταν το έκανε, έκτοτε προτιμούσε πάντα τη σιωπή και την απομόνωση. Ενήλικος πια είναι ένας σπιτόγατος, gamer και παζλάκιας.
Αυτός όμως ο εσωστρεφής αντιήρωας, προικίζεται ξαφνικά με ένα εξωστρεφές προσόν, με μία οξύτατη ακοή· ένα σπάνιο χάρισμα που του δίνει τη δυνατότητα, από την πολυθρόνα του διαμερίσματός του, να συλλαμβάνει ήχους από γειτονικά διαμερίσματα αλλά και θορύβους της πόλης. Με όπλο του την αίσθηση της ακοής μετατρέπει το σπίτι του σε ένα προπύργιο προετοιμασίας μιας ηρωικής εξόδου. Στήνει ηχοπαγίδες κι απλώνει ηχονήματα, επιθυμώντας να πραγματοποιήσει ένα κρυφό του όνειρο: να κατακτήσει τις κορυφές της Τέχνης.
«Γιατί δηλαδή είναι κακό να μεταπηδήσω σ’ έναν κόσμο χτισμένο από κάποιον άλλο; Χρειάζονται πάντως κότσια για να πηδήσεις μέσα σ’ έναν πίνακα. Δεν είναι μια απλή απόφαση. Πρέπει να προηγηθεί η παραδοχή ότι ο κόσμος όπου θα ήθελες να ζήσεις δεν είναι κάτι το απρόσιτο· είναι δίπλα σου, και το μόνο που απαιτείται είναι ένα παράτολμο σάλτο.»
Έτσι, παράλληλα με την πραγματική του ζωή, ο ήρωας σκαρώνει μία δεύτερη ζωή, φαντασιακή, αλληλοσυμπληρούμενη εκδοχή της πρώτης. Κι ενόσω η πρώτη βιώνεται εντός του διαμερίσματος, η δεύτερη, η «αποδημητική ζωή» όπως τη βαφτίζει ο ήρωας, αποδημεί εκτός του διαμερίσματος και ταξιδεύει με όχημα τους ήχους. Κι ο Άρης τολμά να ζήσει έντονα αυτή την αποδημητική ζωή. Μέσα σε έναν κόσμο εικονικό, μεταξύ ονείρου και φαντασίας, πραγματώσει όλα όσα λαχταρούσε. Απολαμβάνει εκεί την πληρότητα της ύπαρξης και μάλιστα δε σταματά όταν το κατορθώνει· ύστερα μάχεται για το ακατόρθωτο: να δέσει αρμονικά την πραγματικότητα με το όνειρο.
«Ζωγραφίζεις»; με ρώτησε ευθέως. Ο θάλαμος του ασανσέρ ακινητοποιήθηκε. Η Νανά έπρεπε να παραμερίσει για να κατέβω, μα περίμενε απάντηση για να με αφήσει να περάσω. Τι να της απαντούσα; Ταράχτηκα. Μου ήρθε αυθόρμητα: «Ζωγραφίζω κρυφακούγοντας», της απάντησα.
Η επινόηση του συγγραφέα είναι ανατρεπτική: η έξοδος από την μετριότητα της καθημερινής ζωής (της ζωή της καραντίνας του σήμερα) δεν θα γίνει μέσω μιας νοητικής διεργασίας αλλά μέσω μιας αίσθησης. Κι επινόηση αυτή αναδεικνύει καίριο το ερώτημα: Μήπως η δοκιμή κοινωνικής ανυπαρξίας που βιώνουμε σήμερα, μήπως αποτελεί μία ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της κοινωνικής μας ύπαρξης προς το καλύτερο;
Commentaires